Η ομιλία μιας δεύτερης γλώσσας, πέρα από τη μητρική, αλλάζει στην κυριολεξία τον τρόπο που βλέπει κανείς τον κόσμο, σε βαθμό που δύο «μυαλά» μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο και ένας άνθρωπος να νιώθει διαφορετικό πρόσωπο, κάθε φορά που μιλάει διαφορετική γλώσσα, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής εφαρμοσμένης γλωσσολογίας και ψυχογλωσσολογίας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ Πάνος Αθανασόπουλος.
Η πρωτοποριακή διεθνώς έρευνα του Έλληνα επιστήμονα της διασποράς δείχνει, μέσα από πειράματα με εθελοντές, ότι το να μιλάει κανείς περισσότερες γλώσσες, διευρύνει τους ορίζοντες του νου του, μεταβάλλοντας την οπτική γωνία του. Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο διεθνούς κύρους αμερικανικό περιοδικό ψυχολογίας "Psychological Science" και έτυχε προβολής στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό "Science".
Ο Π.Αθανασόπουλος απέκτησε το διδακτορικό του από το βρετανικό Πανεπιστήμιο του Έσεξ το 2006 και, από τον Οκτώβριο του 2014, είναι καθηγητής εφαρμοσμένης γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
ΕΡ: Εξηγήστε μας, με δυό λόγια, τι είναι η πειραματική Ψυχογλωσσολογία και η Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία και πόσο πρέπει να θεωρούνται επιστήμες με την «αυστηρή» έννοια του όρου (των θετικών επιστημών).
ΑΠ: Η Ψυχογλωσσολογία έχει ως αντικείμενο μελέτης την επεξεργασία της γλώσσας από τον ανθρώπινο νου, δηλαδή τις νοητικές διεργασίες που εμπλέκονται στην αντίληψη, κατανόηση, απόκτηση/εκμάθηση και ομιλία της γλώσσας, καθώς και τη σχέση της γλώσσας με άλλες νοητικές λειτουργίες, όπως ο συλλογισμός, η οπτική αντίληψη και οι εκτελεστικές λειτουργίες του εγκεφάλου. Η πειραματική Ψυχογλωσσολογία παρέχει εμπειρική βάση εξετάζοντας τα φαινόμενα αυτά στο εργαστήριο, μέσα από ψυχολογικά και γλωσσικά πειράματα. Έτσι έρχεται και πιο κοντά στις φυσικές επιστήμες, αφού η πειραματική μέθοδος, με την απόρριψη ή επαλήθευση των θεωριών, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Η Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία εξετάζει, σε γενικές γραμμές, τη χρήση της γλώσσας ως εργαλείο επικοινωνίας σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ενώ ένα μεγάλο ερευνητικό μέρος της επικεντρώνεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και στη διγλωσσία.
ΕΡ: Ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο έχει καταλήξει η έως τώρα έρευνά σας πάνω στους δίγλωσσους;
ΑΠ: Η απόκτηση μίας ή περισσοτέρων ξένων γλωσσών ανοίγει τον δρόμο για την κατανόηση, σε βάθος, διαφορετικών οπτικών γωνιών και κοσμοαντιλήψεων, αλλά και πολλές φορές σε μια επαναθεώρηση των ήδη υπαρχόντων αντιλήψεων του ομιλητή. Οι δίγλωσσοι, λοιπόν, έχουν μία ευρύτερη και πιο σύνθετη αντίληψη της πραγματικότητας, δείχνοντας πιο ευέλικτη σκέψη, ενώ μπορούν να αξιοποιούν καλύτερα τα θετικά στοιχεία από κάθε κουλτούρα.
ΕΡ: Σε ποια έκταση πρέπει να θεωρήσουμε ότι η διαφορετική γλώσσα όντως επηρεάζει τον τρόπο σκέψης; Μήπως το φαινόμενο αυτό είναι περιορισμένο ή η σημασία του θα πρέπει να επιβεβαιωθεί σε μελλοντικές έρευνες;
ΑΠ: Νομίζω ότι στο ψυχογλωσσολογικό εργαστήριο έχει αποδειχθεί ότι το φαινόμενο αυτό είναι μετρήσιμο, σε ατομικό επίπεδο τουλάχιστον. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η γλώσσα λειτουργεί ως προβολέας ή διαφημιστικό πλακάτ για διάφορες πτυχές της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, όλοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται οπτικά τις αποχρώσεις των χρωμάτων με τον ίδιο τρόπο. Αλλά η έμφαση που δίνουν ακόμα και στις πιο λεπτές διαφορές μεταξύ τους εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη γλώσσα που μιλάει κάποιος. Οι ελληνόφωνοι, για παράδειγμα, ξεχωρίζουν τις διάφορες αποχρώσεις του μπλε πιο γρήγορα και πιο έντονα (και αυτό το έχουμε δείξει και σε νευρολογικό επίπεδο, μετρώντας τις αντιδράσεις του εγκεφάλου σε απότομες αλλαγές χρωμάτων στην οθόνη) από τους αγγλόφωνους, επειδή οι πρώτοι χρησιμοποιούν συχνότερα λεξιλόγιο (π.χ. μπλε, γαλάζιο) που διαχωρίζει αυτές τις αποχρώσεις, από ό,τι οι δεύτεροι.
Παρόμοια αποτελέσματα, που δείχνουν διαγλωσσικές διαφορές στην αντίληψη της πραγματικότητας, έχουμε απο επιστημονικές μελέτες σε άλλα φαινόμενα, όπως η αντίληψη της κίνησης, των αντικειμένων, της χρονικής διάρκειας, αλλά και του χρόνου ως αφηρημένης έννοιας, των συναισθηματικών εκφράσεων του προσώπου κ.α. Οι μελλοντικές έρευνες θα δείξουν κατά πόσο το φαινόμενο αυτό μπορεί να διαπιστωθεί επιστημονικά στη συμπεριφορά ολόκληρων κοινωνιών, οικονομιών και πολιτικών συστημάτων, αν και μερικά πρώτα βήματα έχουν δείξει θετικά αποτελέσματα.
ΕΡ: Ποια άλλα οφέλη έχουν οι δίγλωσσοι, όσον αφορά στην υγεία του εγκεφάλου και του νου τους;
ΑΠ: Οι δίγλωσσοι στην καθημερινή τους ζωή υποσυνείδητα επιτελούν κάτι το οποίο θεωρούν δεδομένο, αν και απαιτεί τεράστια νοητική προσπάθεια. Αυτό δεν είναι άλλο απο την αυτόματη εναλλαγή γλώσσας αναλόγως των επικοινωνιακών περιστάσεων ή απαιτήσεων (το λεγόμενο code-switching). Όταν κανείς είναι δίγλωσσος, η επιτυχής χρησιμοποίηση μιάς συγκεκριμένης γλώσσας προϋποθέτει παράλληλα και τoν αποτελεσματικό έλεγχο της άλλης γλώσσας, αφού οι δύο γλώσσες είναι διαρκώς ενεργοποιημένες κατά τη διάρκεια της ομιλίας και της κατανόησης του λόγου. Αυτή η διαρκής νοητική εγρήγορση είναι κάτι σαν φυσική άσκηση ή γυμναστική για τον εγκέφαλο. Έτσι, στατιστικά στοιχεία που αφορούν στην υγεία, δείχνουν οτι οι δίγλωσσοι εμφανίζουν τα σημάδια νοητικής γήρανσης του εγκεφάλου (π.χ. άνοια, Αλτσχάιμερ) τρία έως και πέντε χρόνια αργότερα από τους μονόγλωσσους.
ΕΡ: Γιατί τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί τόσο το γενικότερο επιστημονικό ενδιαφέρον για τα οφέλη της χρήσης περισσότερων γλωσσών από έναν άνθρωπο; Έχει να κάνει και με την εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης;
ΑΠ: Νομίζω ότι κυρίως έχει να κάνει με την προσπάθεια καλυτέρευσης των συνθηκών της ανθρώπινης ζωής, της νοητικής μακροζωίας και της διά βίου μάθησης σε έναν ολοένα γηράσκοντα ηλικιακά πληθυσμό, όσον αφορά τον δυτικό κόσμο. Αυτά τα φαινόμενα είναι βεβαίως συνδεδεμένα και με την παγκοσμιοποίηση, τις αυξανόμενες πιθανότητες εύρεσης εργασίας αλλά και κινητικότητας και εξελιξιμότητας εκτός εθνικών ορίων και την, εκ των πραγμάτων, ανάγκη για περισσότερη διαπολιτισμική κατανόηση.
ΕΡ: Είναι αλήθεια ότι, όσον αφορά την αξιολόγηση των πιθανών κινδύνων (π.χ. στην οικονομία), όταν κάποιος δεν σκέφτεται στη μητρική γλώσσα του, αλλά σε μια δεύτερη γλώσσα, τότε παίρνει πιο συνετές και ορθολογικές αποφάσεις;
ΑΠ: Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Έρευνες, τόσο ψυχολογικές όσο και νευροεπιστημονικές, έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι τείνουν να ρισκάρουν πιο πολύ, να παίρνουν πιο επιπόλαιες αποφάσεις, να είναι πιο επιρρεπείς στον τζόγο, όταν σκέφτονται στη μητρική τους γλώσσα, η οποία είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τα κέντρα του εγκεφάλου που ελέγχουν το συναίσθημα και το ασυνείδητο ένστικτο. Η δεύτερη γλώσσα, από την άλλη, συνήθως είναι συνδεδεμένη με εγκεφαλικά κέντρα που έχουν να κάνουν με τη συνειδητή επεξεργασία κανόνων, εφόσον η δεύτερη γλώσσα τείνει να αποκτάται συνειδητά μέσα από την εκμάθηση ενός συστήματος κανόνων. Έτσι, όταν σκεφτόμαστε στην μητρική μας γλώσσα, τείνουμε να ενεργούμε με βάση το συναίσθημα, ενώ όταν σκεφτόμαστε χρησημοποιώντας τη δεύτερη μας γλώσσα, τείνουμε να ενεργούμε πιο πολύ με βάση τη λογική.